- εκδερματίζω
- (AM ἐκδερματίζω, Α και ἐκδερματῶ, -όω)αφαιρώ το δέρμα, γδέρνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκδερματίζειν — ἐκδερματίζω flay pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκδερματίζοντος — ἐκδερματίζω flay pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)